Μυτιληνιός

Μυτιληνιός
ο, θηλ. Μυτιληνιά και Μυτιληναίος, θηλ. Μυτιληναία (ΑΜ Μυτιληναίος) [Μυτιλήνη]
αυτός που κατάγεται από τη Μυτιλήνη ή ο κάτοικος τής Μυτιλήνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μυτιληνιός, -ιά, -ιό — ο κάτοικος της Μυτιλήνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μυτιληναίος — ο, θηλ. Μυτιληναία (ΑΜ Μυτιληναῑος) βλ. Μυτιληνιός …   Dictionary of Greek

  • Ρωμιός — ο, θηλ. Ρωμιά, ΝΜ 1. ο Ρωμαίος, ο κάτοικος τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δηλ. τής Βυζαντινής και, ειδικότερα, ο ελληνόφωνος χριστιανός ορθόδοξος τού Βυζαντίου νεοελλ. 1. (ειδικότερα κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας) ο Έλληνας, ο… …   Dictionary of Greek

  • μυτιληνιόν — μυτιληνιόν, τὸ (Μ) [Μυτιληνιός] κρασί που παρασκευάζεται στη Μυτιλήνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”